- ίσος
- -η, -ο (ΑΜ ἴσος, -η, -ον, Α επικ. τύπος ἶσος και ἔϊσος, -η, -ον)1. αυτός που είναι ίδιος με κάποιον άλλον κατά την ποσότητα, τις διαστάσεις, τη δύναμη ή την αξία2. αυτός που εκτείνεται σε ευθεία γραμμή, ευθύς, ίσιος3. ομαλός, επίπεδος4. αυτός που έχει τα ίδια δικαιώματα με κάποιον άλλο, ο ισότιμος5. ευθύς, ειλικρινής, δίκαιος6. το ουδ. ως ουσ. το ίσο(ν)το δίκαιο, το ορθό, το σωστόνεοελλ.1. το αρσ. ως ουσ. ο ίσοςείδος νησιώτικου χορού2. μαθ. (το ουδ. ως επίρρ.) ίσονδηλώνει εξαγόμενο αριθμητικής πράξης («τρία επί πέντε ίσον δεκαπέντε»)3. (προστ.) ίσατράβα, προχώρα4. φρ. α) «όλα τα δάκτυλα δεν είναι ίσα» — όλοι οι άνθρωποι δεν είναι τής ίδιας αξίας ή ποιότηταςβ) «γίνομαι ίσα και ίσα με...» — φέρομαι σε κάποιον κατώτερο με τέτοιο τρόπο σαν να είμαστε ίσοιγ) «τού κρατάει το ίσο»i) ψάλλει το υπήχημα τής βυζαντ. μουσικήςii) συμφωνεί ανεπιφύλακτα μαζί τουδ) «ανταποδίδω τα ίσα» — συμπεριφέρομαι σε κάποιον όπως μού φέρθηκενεοελλ.-μσν.το ουδ. ως ουσ. το ίσο(ν)α) σημάδι τής βυζαντ. μουσικής που σημαίνει επανάληψη τού ίδιου φθόγγουβ) επαναλαμβανόμενος φθόγγος ή βασικός φθόγγος κάθε ήχου, αλλ. ισοκράτημαμσν.1. ταιριαστός2. λυγερός3. νόμιμος4. έμπιστος5. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἴσοναντίγραφο επίσημου εγγράφου6. (το έναρθρο ουδ. ως επίρρ.) τὸ ἴσονεξίσουαρχ.1. επαρκής, κατάλληλος2. (το ουδ. εν. ή πληθ. ως επίρρ.) ἴσον και ἴσαεξίσου, όμοια3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἴσηη ισομοιρία4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἴσαη ισότητα τών δικαιωμάτων5. φρ. α) «ἄχρι τῆς ἴσης» — μέχρι το σημείο τής ισότηταςβ) «ἐπὶ ἴσης (ενν. μοίρας)» — όμοιαγ) «ἐν ἴσῳ καἰ βραδέως προσιέναι» — να προχωρούν με ίσα βήματα, ώστε το μέτωπο να μένει ίσο.επίρρ...ίσως και ίσα (ΑΜ ἴσως)1. με ίσο τρόπο, με ίδιο τρόπο, εξίσου (α. «το μοίρασα ίσα» β. «ἴσως ἀσκεῑται», Πλάτ.)2. πιθανώς, ενδεχομένως, μπορεί (α. «ἱσως έρθει» β. «οὐκ ἴσως, ἀλλ' ὄντως», Πλάτ.)νεοελλ.φρ. «ἱσα ίσα»α) ακριβώς («μα αυτό ίσα ίσα ήθελα κι εγώ»)β) το αντίθετο («μα όχι δεν τόν έβλαψα, ίσα ίσα τόν βοήθησα»)αρχ.σχεδόν, περίπου («ἔχει γὰρ τρεῑς ἴσως ἢ τέτταρας», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά γενική παραδοχή προέρχεται από τον τ. FίσFος, για την προέλευση τού οποίου όμως υπάρχουν διαφωνίες: 1) FίσFος< *wiswo-, οπότε συνδέεται με το αρχ. ινδ. visu- «από διάφορες πλευρές». Όμως η φωνητική εξέλιξη τού συμπλέγματος -sw- θα κατέληγε στη σίγηση τού συριστικού -s- (πρβλ. *ἰσF-ό-ς > ἰός «βέλος»)2) FίσFoς < *(d)wi-two-, όπου *(d)wi- η ρίζα τού αριθμού δύο, και -two- θεματικός τ. τού επιθήματος που εμφανίζεται συνήθως ως -τυς. Επικρατέστερη φαίνεται η ετυμολόγηση (1) < Fίτ-σ-Fος < *wid-s-wos, όπου *wid-s η μηδενισμένη βαθμίδα τής ρίζας *weid- «βλέπω» (πρβλ. είδος) με παρέκταση -s-, και κατάλ. *-wos (πρβλ. *μόν-Fος > μοῦνος, μόνος και *ὃλ-Fος> οὖλος, ὅλος). Το οδοντικό κλειστό σύμφωνο τής ρίζας αφομοιώθηκε προς το συριστικό και το διπλό -σσ- που προέκυψε απλοποιήθηκε σε -σ- (*Fίτ-σ-Fος > *FίσσFος > FίσFος, πρβλ. *κλῶθ-σμα > *κλῶσσμα > κλῶσμα). Ενδιαφέρον παρουσιάζει η σημασιολογική εξέλιξη τού παρ. επιρρ. ἴσως, το οποίο εκτός τής αρχικής του σημασίας «εξίσου» προσέλαβε ήδη στην Αρχαία Ελληνική τη σημασία «με ίσες πιθανότητες (να γίνει ή να μη γίνει κάτι)», άρα «πιθανόν». Η σημασία αυτή επικράτησε τελικά και διατηρήθηκε μέχρι σήμερα.ΠΑΡ. ισάζω, ισότης, ισώ, ίσωςαρχ.ισαίος, ισάκις, ισαχώςνεοελλ.ίσιος.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βλ. λ. ισο-. (Β' συνθετικό) άνισος, πάρισοςαρχ.άισος, έισος, έπισος, περίισοςνεοελλ.ολόισος].
Dictionary of Greek. 2013.